Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βουλευτικὸν τ

См. также в других словарях:

  • Βουλευτικόν — Το ένα από τα δύο σώματα τα οποία, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (1822), θα αποτελούσαν την προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας στην περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης. Είχε κυρίως νομοθετικές αρμοδιότητες και όταν αναμείχθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • βουλευτικόν — βουλευτικός of masc acc sg βουλευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευτικός — ή, ό (Α βουλευτικός, ή, όν) [βουλευτής] όποιος ανήκει ή αρμόζει στους βουλευτές ή στη βουλή νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το βουλευτικόν το ένα από τα δύο σώματα, με νομοθετική εξουσία, που θα αποτελούσαν την «προσωρινή κυβέρνηση» σύμφωνα με τις… …   Dictionary of Greek

  • Греческая революция — См. также: История современной Греции Греческая революция Герман благословляет знамя восставших в монастыре Агиа Лавра. Картина Теодо …   Википедия

  • BULEUTICON — locus erat in Theatro, ubi senes sedebant; quemadmodum ex Ephibico spectabant iuvenes. Cael. Rhodig. Antiq. Lect. l. 8. c. 8. Iul. Pollux l. 4. Onomast. c. 19. Ε᾿καλεῖτο δέ τι καὶ Βουλευτικὸν μέρος τȏυ θέατρου, καὶ Ε᾿φηβικὸν, Dicebatur, etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • COMOEDIA — drama est, civiles et privatas actiones exitu laetô repraesentans, seu Poema est dramaticum, negotiosum, exitu laetum, stylô populari, Scalig. Poet. l. 1. c. 6. Eius origo haec: Cum Apollini Nomio, i. e. Pastorali, ob frugum proventum, festum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EPHEBI — apud Athenienses dicti sunt, qui nomina sua inter Ephebos, i. e. puberes, profitebantur: cuius professionis annus legitimus erat aetatis decimus octavus. Pollux l. 8. c. 9. καὶ εἰς μὲν τοὺς Ε᾿φήβους εἰσῄεσαν εντωκαίδεκα ἔτη γενόμενοι. Cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»